28.4.09

Vik & John & a Πάσχαlisbon story!

Κι ενώ η Μεγάλη Πέμπτη ήταν μέρα κοινωνίας, βαψίματος αβγών, ζυμώματος κουλουριών και κουτσούνων για τους περισσότερους (; Α-μπα) έλληνες εμείς την κάναμε για Λισαβόνα μέσω Μιλάνου (δυστυχώς γιατί μ’ αυτά και μ’ αυτά φτάσαμε στις 21.00 το βράδυ και μας κόλλησε και η σκατοβροχή του Μιλάνου). Τέσπα, όταν φτάσαμε στη Λισαβόνα (πολύ φτωχή η εθνική αερογραμμή της Πορτογαλίας btw), μας υποδέχτηκε ένα πολύ ωραίο ξενοδοχείο με βουλιαχτό στρώμα και μαξιλαροπαλώματα, το οποίο αφήσαμε πάραυτα σε αναζήτηση τροφής, και μιας και όπως μας ειδοποίησαν από τη ρεσεψιόν οι κουζίνες της πόλης κλείνουν κατά τις 11, επισκεφτήκαμε το γειτονικό Hard Rock Cafe το οποίο είναι κλασική και safe επιλογή για meat & cocktail lovers like moi.


Βαρεμένοι από το ταξίδι (και τα cocktail βεβαίως βεβαίως), κοιμηθήκαμε νωρίς και ξυπνήσαμε νωρίς προκειμένου να ξεκινήσουμε την εξερεύνηση της πόλης νωρίς. Το πρώτο σοκ ήταν ότι οι Πορτογάλοι, ένα βηματάκι μπροστά από τους Έλληνες, έχουν ήδη απαγορεύσει το κάπνισμα σε κλειστούς χώρους και θα έπρεπε να πιούμε τα εσπρεσάκια μας εκτός παιδιάς, which was fine by me, μέχρι που έπιασε βροχή (2ο σοκ) και η ομπρέλα μου ήταν ζαβή.



Μιας και ήμασταν όμως σε διακοποεξερευνητικό mood δεν αφήσαμε τις βουλές της Ε.Ε. και του καιρού να μας καταβάλλουν. Ήπιαμε τον καφέ μας κάτω από τέντα (όπου δοκίμασα και το τοπικό γλυκό Pasteis de Nata που δεν λέει και πολλά) και μετά καβαλήσαμε ένα hop-on-hop-off τουριστικό λεωφορειάκι που ο καλός άνεμος έφερε στην πλατεία Figuera πριν ποτίσει η μιζέρια της βροχής, με το οποίο είδαμε όλη την τουριστική πλευρά της πόλης. Κάναμε και μία στάση μακράς διάρκειας στο Ίδρυμα Calouste Gulbenkian, όπου υπήρχε και κλασικό (με έμφαση στο art de la table θα έλεγα αφού πήξαμε στα σερβίτσια και τις κομότες) και μοντέρνο μουσείο (με έμφαση στη βαρογκιά όπως πάντα, ρίχνω τυχαία το όνομα Zoberning στο τραπέζι), και ωραίοι κήποι και διάφορες εκθέσεις, άμα πατήσεις το link θα δεις, φωτό θα βάλω στο flicker μόλις προκάνω.



Από τον λεγάμενο το έργο, η σύγχυση είναι προφανής!


Το βραδάκι ανηφορήσαμε για το Bairro Alto, μια τύπου Γκάζι-Ψυρρή γειτονιά με μικρά μπαράκια και εστιατόρια, live σκηνές, γυφτάκια που πουλάνε λουλούδια, τύπου μποέμ κατοίκους/και φοιτητές που παίζουν κιθάρα και άλλα τέτοια κλασικά χαρακτηριστικά του εν λόγω habitat. Μιας και ήταν Παρασκευή βράδυ, δυσκολευτήκαμε πολύ να βρούμε να κάτσουμε για φαί, το μόνο εύκολο ήταν στα φολκλόρ εστιατόρια που έπαιζαν fado, δηλαδή το μόνο σίγουρο για να μην κάτσουμε έτσι κι αλλιώς. Τελικά χωθήκαμε σε μία κυριολεκτικά τρύπα των 5 τραπεζιών, στην οποία χωράγαμε γιατί είμαστε και μινιόν άνθρωποι, το φαί όμως ήταν πολύ καλό και το ίδιο και ο λογαριασμός. Ξέχασα να γράψω ότι για να ανεβοκατεβούμε στο Bairro Alto, αν και κοντά, προτιμήσαμε το τραμ με τον σούπερ γραφικό οδηγό!



Την επόμενη μέρα η βροχή συνέχισε ανενόχλητη το μίζερο έργο της αλλά εμείς δεν το βάλαμε κάτω αλλά το κόψαμε σα κάτω για το Belem, με άλλου είδους τραμ αυτή τη φορά. Στο Belem, παραποταμίως του Τάγου, επισκεφτήκαμε το μοναστήρι Jeronimos με το typical manuelito στιλ, (φαίνεται κι απέξω δε χρειάζεται να μπεις μέσα), τον Πύργο του Belem (μανουελίτο κι εδώ) και το Μνημείο Descobrimentos (των Ανακαλύψεων) που αν και πολυφωτογραφημένα άμα βρέχει και φυσομανάει (αφού είχαν βγει όλα τα ιστιοπλοϊκά στο ποτάμι!) δε σε συγκινούν και τόσο. Στο τέλος για να γλυτώσουμε τη βροχή χωθήκαμε στο Ναυτικό Μουσείο (το οποίο μας είχε πλασάρει ως το σούπερ την προηγούμενη μέρα ένας Βαρκελωνέζος) που ήταν ΓΤΜ.




Και επειδή όταν βγήκαμε ακόμα έβρεχε και η σπασμένη ομπρέλα μας δεν είχε αυτοθεραπευτεί, πήγαμε και στο Πολιτιστικό Κέντρο του Μπελέμ που είχε το ίδιο στιλ μοντέρνας ζωγραφικής και arty εγκαταστάσεων που σου έχω ξαναπεριγράψει (Beaubourg, Moma, Hirshhorn, Guggenheim, Goulbenkian παραπάνω κ.α. πολλά). Επίσης είχε και ωραίο gift shop, απ’ όπου ο Γιάννης αγόρασε το δικό του –σχεδόν- art project, δηλαδή την καλλιέργεια ρίγανης σε σακουλάκι (εγώ του πρότεινα και τη φακή στο κεσεδάκι αν αποφασίσει να ασχοληθεί με τις οικο-καλλιέργειες γενικότερα).


Το βράδυ κατεβήκαμε στα Docas, δηλαδή μια παραποτάμια εσπλανάδα με εστιατόρια και μπαράκια όπου το σκηνικό είναι λίγο τρομακτικό από ηχητικής πλευράς μιας και από πάνω περνάει η γέφυρα της 25ης Απρίλη (που είναι ίδια με τη Golden Gate του San Francisco) και ο απόηχος των αυτοκινήτων θυμίζει τα εφέ για poltergeist στις ταινίες. Anyway, στα docas πήγαμε για φαί σε ένα εστιατόριο τοπικής κουζίνας (με χώρο και για καπνίζοντες, γιούπι), το Espalha Brasas, και την ώρα που η φαμίλια πίσω στο χωριό έτρωγε συκωτάκια και άλλες τέτοιες αηδίες και τσούγκριζε αυγά, εγώ καταβρόχθισα το βραζιλιάνικης εμπνεύσεως πιάτο Picanha, δηλαδή μοσχαρίσια φιλετάκια με σάλτσα φασολιού σερβιρισμένα στο πιάτο με ψητή μπανάνα (που ήταν ότι έπρεπε για να τραβήξει τη φασολίλα). Και για να συνεχίσω με βραζιλιάνικο άρωμα, έφαγα και ένα κέικ με γεύση φρούτων του δάσους και σορμπέ από κάτι άλλο, που ήταν καταπληκτικό!



Και την Κυριακή επιτέλους ήρθε ο ήλιος! Εκστασιασμένοι, αποφασίσαμε να ανεβούμε στο Castelo de Sao Jorge, απ’ όπου μπορείς να απολαύσεις πανοραμική θέα της πόλης, σχεδόν 360 μοιρών, και να λιαστείς επίσης. Αφού περπατήσαμε για ώρα μες στα χαλάσματα και βγάλαμε κάνα εκατομμύριο φωτογραφίες για να πειραματιστεί ο John με την καινούρια του μηχανή (όπως καταλαβαίνεις στις μισές είμαι στραβωμένη από το πολύ ποζάρισμα) αποφασίσαμε να κατεβούμε το λόφο περπατώντας στα όμορφα στενάκια της Λισαβόνας και στις πλατείες της Baixa: στην Comercao πετύχαμε νύφη που πήγαινε για φωτογράφιση στα highlights της πόλης, στη Figuera τελετή απονομής μεταλλείων ενός είδος μαραθωνίου, στην πλατεία Rossio είχαν ξεχυθεί οι αφρικανικής καταγωγής κάτοικοι της πόλης, ενώ στη Restauradores κλασικοί ξυσταρ***ηδες της Κυριακής -μοιάζουν πολύ με τους έλληνες οι πορτογάλοι- έπιναν τον bica (καφέ) τους τρώγοντας sandes mista (ανάμικτο τοστ), εγώ προτίμησα το sande με brie και bacon που ήταν legendary, δεν είχα ξαναφάει brie σε σάντουιτς. Αφού βολτάραμε και λίγο στην τουριστική Rua Portas όπου πετύχαμε και τους πρώτους πατριώτες, περπατήσαμε επιτέλους χωρίς το άγχος της βροχής την Liberdade με τα ωραία κτίρια, τα δεντράκια και τα αγάλματα. Μετά από τόσο περπάτημα αποφασίσαμε να επωφεληθούμε και του υπολοίπου της λιακάδας και ανηφορήσαμε ξανά στο Bairro Alto για φαί και μάλιστα για fondue αυτή τη φορά στο Found You (δεν ψωνίστηκα, ήταν το μόνο αξιοπρεπές εστιατόριο που βρήκαμε ανοιχτό) και φάγαμε καλάαααααααααα!


Κι έτσι πέρασαν οι μέρες και τη Δευτέρα ήρθε η ώρα της επιστροφής! Obrigado (ευχαριστώ) και pastelaria (καφέ/μπαρ) ήταν οι μόνες λέξεις που έμαθα (εκτός από τις bica και tosta mista-sande που προαναφέρθηκαν). Namaste.

5 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Μια χρήσιμη προσθήκη στην αιτία επίσκεψης στο Ναυτικό μουσείο είναι ότι η συνεννόηση με τον Ισπανό έγινε στα Ισπανικά, που δυστυχώς μόνο αυτός μιλούσε.
J

Ανώνυμος είπε...

και ας μην μπούμε στη διαδικασία σύγκρισης με ένα άλλο ναυτικό μουσείο στην από κει μεριά του Ατλαντικού.
Και δη στο λόγο επίσκεψης...

viki vale είπε...

Oxi as min mpoume kalitera!

Bezender είπε...

super mou fainetai to taxidaki sou...kai akoma pio super h perigrafh sou

viki vale είπε...

Omorfi i Lisbon, tha sou fero photos na deis!