
Βαρεμένοι από το ταξίδι (και τα cocktail βεβαίως βεβαίως), κοιμηθήκαμε νωρίς και ξυπνήσαμε νωρίς προκειμένου να ξεκινήσουμε την εξερεύνηση της πόλης νωρίς. Το πρώτο σοκ ήταν ότι οι Πορτογάλοι, ένα βηματάκι μπροστά από τους Έλληνες, έχουν ήδη απαγορεύσει το κάπνισμα σε κλειστούς χώρους και θα έπρεπε να πιούμε τα εσπρεσάκια μας εκτός παιδιάς, which was fine by me, μέχρι που έπιασε βροχή (2ο σοκ) και η ομπρέλα μου ήταν ζαβή.
Μιας και ήμασταν όμως σε διακοποεξερευνητικό mood δεν αφήσαμε τις βουλές της Ε.Ε. και του καιρού να μας καταβάλλουν. Ήπιαμε τον καφέ μας κάτω από τέντα (όπου δοκίμασα και το τοπικό γλυκό Pasteis de Nata που δεν λέει και πολλά) και μετά καβαλήσαμε ένα hop-on-hop-off τουριστικό λεωφορειάκι που ο καλός άνεμος έφερε στην πλατεία Figuera πριν ποτίσει η μιζέρια της βροχής, με το οποίο είδαμε όλη την τουριστική πλευρά της πόλης. Κάναμε και μία στάση μακράς διάρκειας στο Ίδρυμα Calouste Gulbenkian, όπου υπήρχε και κλασικό (με έμφαση στο art de la table θα έλεγα αφού πήξαμε στα σερβίτσια και τις κομότες) και μοντέρνο μουσείο (με έμφαση στη βαρογκιά όπως πάντα, ρίχνω τυχαία το όνομα Zoberning στο τραπέζι), και ωραίοι κήποι και διάφορες εκθέσεις, άμα πατήσεις το link θα δεις, φωτό θα βάλω στο flicker μόλις προκάνω.
Το βραδάκι ανηφορήσαμε για το Bairro Alto, μια τύπου Γκάζι-Ψυρρή γειτονιά με μικρά μπαράκια και εστιατόρια, live σκηνές, γυφτάκια που πουλάνε λουλούδια, τύπου μποέμ κατοίκους/και φοιτητές που παίζουν κιθάρα και άλλα τέτοια κλασικά χαρακτηριστικά του εν λόγω habitat. Μιας και ήταν Παρασκευή βράδυ, δυσκολευτήκαμε πολύ να βρούμε να κάτσουμε για φαί, το μόνο εύκολο ήταν στα φολκλόρ εστιατόρια που έπαιζαν fado, δηλαδή το μόνο σίγουρο για να μην κάτσουμε έτσι κι αλλιώς. Τελικά χωθήκαμε σε μία κυριολεκτικά τρύπα των 5 τραπεζιών, στην οποία χωράγαμε γιατί είμαστε και μινιόν άνθρωποι, το φαί όμως ήταν πολύ καλό και το ίδιο και ο λογαριασμός. Ξέχασα να γράψω ότι για να ανεβοκατεβούμε στο Bairro Alto, αν και κοντά, προτιμήσαμε το τραμ με τον σούπερ γραφικό οδηγό!


Και επειδή όταν βγήκαμε ακόμα έβρεχε και η σπασμένη ομπρέλα μας δεν είχε αυτοθεραπευτεί, πήγαμε και στο Πολιτιστικό Κέντρο του Μπελέμ που είχε το ίδιο στιλ μοντέρνας ζωγραφικής και arty εγκαταστάσεων που σου έχω ξαναπεριγράψει (Beaubourg, Moma, Hirshhorn, Guggenheim, Goulbenkian παραπάνω κ.α. πολλά). Επίσης είχε και ωραίο gift shop, απ’ όπου ο Γιάννης αγόρασε το δικό του –σχεδόν- art project, δηλαδή την καλλιέργεια ρίγανης σε σακουλάκι (εγώ του πρότεινα και τη φακή στο κεσεδάκι αν αποφασίσει να ασχοληθεί με τις οικο-καλλιέργειες γενικότερα).
Το βράδυ κατεβήκαμε στα Docas, δηλαδή μια παραποτάμια εσπλανάδα με εστιατόρια και μπαράκια όπου το σκηνικό είναι λίγο τρομακτικό από ηχητικής πλευράς μιας και από πάνω περνάει η γέφυρα της 25ης Απρίλη (που είναι ίδια με τη Golden Gate του San Francisco) και ο απόηχος των αυτοκινήτων θυμίζει τα εφέ για poltergeist στις ταινίες. Anyway, στα docas πήγαμε για φαί σε ένα εστιατόριο τοπικής κουζίνας (με χώρο και για καπνίζοντες, γιούπι), το Espalha Brasas, και την ώρα που η φαμίλια πίσω στο χωριό έτρωγε συκωτάκια και άλλες τέτοιες αηδίες και τσούγκριζε αυγά, εγώ καταβρόχθισα το βραζιλιάνικης εμπνεύσεως πιάτο Picanha, δηλαδή μοσχαρίσια φιλετάκια με σάλτσα φασολιού σερβιρισμένα στο πιάτο με ψητή μπανάνα (που ήταν ότι έπρεπε για να τραβήξει τη φασολίλα). Και για να συνεχίσω με βραζιλιάνικο άρωμα, έφαγα και ένα κέικ με γεύση φρούτων του δάσους και σορμπέ από κάτι άλλο, που ήταν καταπληκτικό!

5 σχόλια:
Μια χρήσιμη προσθήκη στην αιτία επίσκεψης στο Ναυτικό μουσείο είναι ότι η συνεννόηση με τον Ισπανό έγινε στα Ισπανικά, που δυστυχώς μόνο αυτός μιλούσε.
J
και ας μην μπούμε στη διαδικασία σύγκρισης με ένα άλλο ναυτικό μουσείο στην από κει μεριά του Ατλαντικού.
Και δη στο λόγο επίσκεψης...
Oxi as min mpoume kalitera!
super mou fainetai to taxidaki sou...kai akoma pio super h perigrafh sou
Omorfi i Lisbon, tha sou fero photos na deis!
Δημοσίευση σχολίου